υποδειξις

υποδειξις
    ὐπόδειξις
    ὐπό-δειξις
    -εως ἥ знак, подмигивание
    

(ὄψεων ὑποδείξεις Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "υποδειξις" в других словарях:

  • ὑπόδειξις — intimation fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποδείξει — ὑπόδειξις intimation fem nom/voc/acc dual (attic epic) ὑποδείξεϊ , ὑπόδειξις intimation fem dat sg (epic) ὑπόδειξις intimation fem dat sg (attic ionic) ὑποδείκνυμι show aor subj act 3rd sg (epic) ὑποδείκνυμι show fut ind mid 2nd sg ὑποδείκνυμι… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποδείξεις — ὑπόδειξις intimation fem nom/voc pl (attic epic) ὑπόδειξις intimation fem nom/acc pl (attic) ὑποδείκνυμι show aor subj act 2nd sg (epic) ὑποδείκνυμι show fut ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποδείξεσιν — ὑπόδειξις intimation fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπόδειξιν — ὑπόδειξις intimation fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπόδειξη — η / ὑπόδειξις, είξεως, ΝΜΑ [ὑποδείκνυμι] το να υποδεικνύει κανείς κάτι, να συμβουλεύει ή να προτείνει σε κάποιον να κάνει κάτι (α. «γνώμες ακούω, υποδείξεις δεν δέχομαι» β. «ὑποδείξεως ἕνεκα», Νικόμ.) νεοελλ. το να δείχνει ή να υποδηλώνει κανείς… …   Dictionary of Greek

  • ԱՊՕՏԻՔՍ — (տքսի.) NBH 2 1045 Chronological Sequence: 12c ԱՊՕՏԻՔՍ (գրեալ ԱՊԱՒՏԻՔՍ.) Բառ յն. ἁπόδειξις demonstratio. ապացոյց. կամ ὐπόδειξις, ὐποθήκη hypotheca, obligatio, pignus. Ենթադրութիւն պարտաւորիչ. դրաւականութիւն. մուրհակ. *Կրկին ըստ չափոյն ուրացողն… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ὑποδείξεως — ὑποδείξεω̆ς , ὑπόδειξις intimation fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποδείξῃ — ὑποδείξηι , ὑπόδειξις intimation fem dat sg (epic) ὑποδείκνυμι show aor subj mid 2nd sg ὑποδείκνυμι show aor subj act 3rd sg ὑποδείκνυμι show fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ГРИГОРИЙ БОГОСЛОВ — [Назианзин; греч. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὁ Ναζιανζηνός] (325 330, поместье Арианз (ныне Сиврихисар, Турция) близ Карвали (ныне Гюзельюрт), к югу от г. Назианза, Каппадокия 389 390, там же), свт. (пам. 25 янв., 30 янв. в Соборе Трех святителей; пам …   Православная энциклопедия


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»